- σιμαίνω
- σῑμαίνω,A to be σιμός (q.v.), An.Ox.1.138; μὴ σίμαινε do not turn up your nose, Call.Iamb.1.104 (Hermes 69.168); cf. σιμοποιέω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιμαίνω — Α [σιμός] 1. είμαι σιμός, πλακουτσομύτης 2. μορφάζω στρέφοντας τα ρουθούνια προς τα επάνω … Dictionary of Greek